δραστηριότητος

δραστηριότητος
δραστηριότης
activity
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κομματικοποίηση — η [κομματικοποιώ] 1. η εκ μέρους ενός κόμματος οικειοποίηση τής πατρότητας ή αποκλειστικότητας τής διοργάνωσης και διεξαγωγής μιας γενικότερης κοινωνικής, πολιτικής ή άλλης δραστηριότητας («η κομματικοποίηση τών εκδηλώσεων για το Πολυτεχνείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”